Powered by Blogger.
RSS

Ποιήματα

Ειρήνη- Γ. Ρίτσο
Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη. Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.
Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.
Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.
Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.
Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.
Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.
Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.
Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.

 


Στην κόρη μου Έρη

…Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.

Κοιμήσου κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.

Είναι μακρύς
μακρύς
μακρύς ο δρόμος.

Το παιδί μου κοιμήθηκε
κι εγώ τραγουδάω…

Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,
στην αρχή.

Τι να πεις, δεν ξέρεις.
Δύσκολα είναι στην αρχή.

Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει.

Είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου,
είναι να φτιάχνεις, κοριτσάκι,
την ευτυχία του κόσμου.

Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις.

Να το θυμάσαι, κοριτσάκι…
Καλέ θεούλη,
εμείς είμαστε καλά.
Κάνε καλέ θεούλη,
νάχουν όλα τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα,
μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια.
Κάνε καλέ θεούλη,
νάναι όλοι καλά
έτσι που κι εμείς
 να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας…

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρο σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές απ’ τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε
μη μου σκοντάψεις, κοριτσάκι,
έτσι γυμνόποδο και τρυφερό
στ’ αγκάθι κ’ ενός ίσκιου.
Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει
πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους τού ύπνου σου
εαρινό φεγγάρι
ανάμεσα απ’ τα στάχυα τής έγνοιας της
και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου.
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
                 μακρύς
                           μακρύς ο δρόμος.
Κοριτσάκι
πώς τα φίλιωσες όλα, πώς τάσμιξες -
καμιά φωνή δε λέει μου «όχι»,
έτσι καθώς με δένεις
μ’ εχτρούς και φίλους
με τα παλιά και τ’ αυριανά
όλα αυριανά
κι όλα για πάντα.
Πούναι ο παλιός γκρεμνός; -δε βλέπω-
γκρεμνός δεν είναι-
γεφύρι εσύ
κι ούτε γεφύρι,
ζωή.
Ανάμεσα στη μάνα σου και μένα
εσύ
ανάμεσα στο χτες
και τ’ αύριο
εσύ
ανάμεσα στο χώμα και στο φως
εσύ -
η ζωή τραβάει, τραβάει
κ’ η σιωπή
άκου πώς μιλάει
πώς χαμογελάει.
Έτσι καθώς με φίλιωσες
μ’ εχτρούς και φίλους
οι φλέβες μες στα πουλιά
οι ρίζες μου στη θάλασσα
τα φύλλα μου στ’ αστέρια.
Έτσι να κάνω θα διαβώ
με μια μονάχα δρασκελιά
γη κι ουρανό.
Κοριτσάκι
ένα λευκό περιστεράκι
με δυο φτερά ανοιχτά
την κούνια σου φωτά.
Ώρα καλή κι ώρα χρυσή
ήρθες με την καλή αυγή
κ’ η αυγή με σένα
να σμίξεις ουρανό και γη
κ’ η ζωή να γίνει
φως και ψωμί
φως και κρασί
φως και γαλήνη.
Και πίσω από την πόρτα μας
η κυρά, η νοικοκυρά
η γκαρδιακιά
η μεγάλη, η άγια σκούπα
με τις δυό γερές γροθιές στη μέση
πάντα ξάγρυπνη, πάντα έτοιμη
δεν αφήνει
φύλλο κίτρινο να πέσει
απ’ την άρρωστη σελήνη
μήτε σκιά να δρασκελήσει
το κατώφλι μας
μη σκοντάψει, μην πονέσει
μήτε στο μικρό-μικρό νυχάκι της
η ειρήνη.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

0 comments:

Post a Comment