Powered by Blogger.
RSS

“Ο λύκος και η νεράιδα της λίμνης”

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.
Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση.
Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.
Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.

Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.
Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.
Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες.
Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.
Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.
Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.
Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία.
Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.
Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.
Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω».
Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα ,που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.
Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».
Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.
Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.
Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωμένη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο…

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Η Ωραία Κοιμωμένη

Τα παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα που επιθυμούσαν πάρα πολύ να αποκτήσουν ένα παιδί. Κάποια μέρα και αφού είχε περάσει πολύς καιρός, η βασίλισσα πήγε για μπάνιο στην λίμνη. Ενώ καθόταν πλάι στο νερό, βγήκε ένας βάτραχος, την πλησίασε και της λέει: «Η επιθυμία σας θα γίνει πραγματικότητα, πριν περάσει ένας χρόνος θα αποκτήσετε μία κόρη.» Πράγματι πριν περάσει ένας χρόνος η βασίλισσα γέννησε ένα πανέμορφο κορίτσι. Ο βασιλιάς για να γιορτάσει την γέννηση της κόρης του αποφάσισε να διοργανώσει μια μεγάλη γιορτή. Κάλεσε τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς, αλλά και κάποιες γυναίκες, που τις ονόμαζαν σοφές, οι οποίες θα προίκιζαν το παιδί με όλες τις χάρες και τις αρετές του κόσμου. Στο βασίλειο υπήρχαν δεκατρείς σοφές γυναίκες, αλλά στο παλάτι υπήρχαν μόνο δώδεκα χρυσά σερβίτσια και έτσι αποφασίστηκε να μη καλέσουν την μία.
Η γιορτή τελέστηκε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο τέλος οι σοφές γυναίκες σηκωνόταν η μία μετά την άλλη και δώριζαν στο παιδί τις θαυματουργές τους χάρες: η μία την εργατικότητα, η άλλη την ομορφιά, η τρίτη τον πλούτο, και αφού ολοκληρώθηκαν οι ευχές το παιδί είχε ότι μπορούσε να ευχηθεί κανείς σε αυτό τον κόσμο. Όταν είχε εκφράσει την χάρη της η ενδέκατη σοφή, μπήκε ξαφνικά στον χώρο της γιορτής η δεκατη-τρίτη. Ήρθε για να εκδικηθεί που δεν την κάλεσαν και χωρίς να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε: «όταν η κόρη του βασιλιά γίνει δεκαπέντε χρονών, θα τρυπηθεί με μία άτρακτο και θα πέσει νεκρή!» Χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε και έφυγε την αίθουσα.
Όλοι τρόμαξαν και έμειναν άφωνοι όταν ξεπρόβαλε η δωδέκατη σοφή, η οποία ακόμη δεν είχε δώσει το δώρο της. Καθώς δεν μπορούσε να ακυρώσει την κακιά ευχή, παρά μόνο να την ελαφρύνει, είπε «δεν θα είναι όμως θάνατος, αλλά η βασιλοπούλα θα κοιμηθεί βαθιά για εκατό χρόνια.»
Ο βασιλιάς ο οποίος ήθελε να προστατέψει το παιδί του από το κακό που το περίμενε, έδωσε εντολή να κάψουν όλες τις ατράκτους στο βασίλειο του. Το κορίτσι μεγάλωνε και είχε πάρει όλες τις χάρες που του χάρισαν οι σοφές γυναίκες. Ήταν τόσο όμορφο, υπάκουο, ευγενικό και έδειχνε σε όλους κατανόηση που δεν υπήρχε άνθρωπος να μην το αγαπάει. Την ημέρα που το κορίτσι έγινε δεκαπέντε χρονών ήταν μόνο του στο παλάτι καθώς ο βασιλιάς και η βασίλισσα έλειπαν. Τότε το κορίτσι πήγε σε όλα τα μέρη του παλατιού, στα δωμάτια και στις αποθήκες που δεν είχε ξαναδεί, για να φτάσει τελικά σε έναν παλιό πύργο. Ανέβηκε την παλιά κυκλική σκάλα και έφτασε σε μία μικρή πόρτα. Στην κλειδαριά της πόρτας ήταν τοποθετημένο ένα παλιό σκουριασμένο κλειδί. Όταν το γύρισε, άνοιξε η πόρτα και φανερώθηκε ένα δωμάτιο όπου καθόταν μία γριούλα και έγνεθε μαλλί με μια άτρακτο. «Καλημέρα γιαγιούλα» είπε η βασιλοπούλα «τι κάνεις εκεί πέρα;» «Γνέθω» είπε η γριά και κούνησε ελαφρά το κεφάλι για να χαιρετίσει. «Τι πράγμα είναι αυτό το οποίο χοροπηδάει τόσο περίεργα;» ρώτησε το κοριτσάκι, πήρε την άτρακτο και ήθελε να μάθει να γνέθει.
Μόλις όμως την έπιασε, ενεργοποιήθηκε η μαγική ευχή και τρύπησε το δάχτυλο της.
Με το που αισθάνθηκε το τρύπημα έπεσε στο κρεβάτι το οποίο βρισκόταν στο δωμάτιο και αμέσως κοιμήθηκε βαθιά. Ο ύπνος αυτός εξαπλώθηκε σε όλο το παλάτι: ο βασιλιάς και η βασίλισσα, οι οποίοι μόλις είχαν γυρίσει στο παλάτι και μπαίνανε στην μεγάλη σάλα, άρχισαν να κοιμούνται και μαζί τους και όλοι οι αυλικοί. Ακόμη και τα άλογα στους στάβλους κοιμήθηκαν και μαζί τους τα σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη σκεπή και οι μύγες στους τοίχους. Η φωτιά που άναβε στη σόμπα έσβησε και αποκοιμήθηκε, το ψητό σταμάτησε να ψήνετε, ο μάγειρας που είχε πιάσει τον βοηθό του από τα μαλλιά επειδή είχε κάνει κάποιο λάθος, τον άφησε και αποκοιμήθηκε. Ο αέρας ησύχασε και στα δέντρα μπροστά από το παλάτι δεν κουνιόταν πια ούτε φύλλο. Γύρω από το παλάτι όμως άρχισαν να μεγαλώνουν οι αγκαθωτοί θάμνοι χρόνο με τον χρόνο ώσπου τελικά κάλυψαν όλο το παλάτι. Τόσο πολύ μεγάλωσαν που τελικά δεν φαινόταν ούτε καν η σημαία που βρισκόταν πάνω στη σκεπή.
Στη χώρα είχε εξαπλωθεί ο μύθος της ωραίας κοιμωμένης και έτσι συχνά ερχόταν βασιλόπουλα που προσπαθούσαν να περάσουν ανάμεσα στους θάμνους.
 Ωστόσο δεν κατόρθωναν να τους διαπεράσουν καθώς τα αγκάθια κρατιόταν μεταξύ τους σα να είχαν χέρια. Έτσι οι νέοι παγιδευόταν και δεν μπορούσαν πια να απομακρυνθούν με αποτέλεσμα να πεθαίνουν άδοξα. Μετά από πολλά χρόνια ξαναήρθε ένα βασιλόπουλο στη χώρα και άκουσε από έναν γέρο να λέει για τους θάμνους με τα αγκάθια που έκρυβαν το παλάτι της ωραίας κοιμωμένης.
 Ήξερε από τον παππού του ότι ήδη πολλά βασιλόπουλα πήγαν να διαπεράσουν τους θάμνους αλλά παγιδεύτηκαν από αυτούς και πέθαναν. Τότε ο νεαρός είπε: «δεν φοβάμαι, θέλω να δω την ωραία κοιμωμένη.» Ο γέρος που του έλεγε για το παλάτι, προσπάθησε μάταια να μεταπείσει τον νεαρό αλλά αυτός δεν άκουγε τα λόγια του.
Ωστόσο είχαν ήδη περάσει τα εκατό χρόνια, και είχε έρθει η μέρα που θα έπρεπε να ξυπνήσει η βασιλοπούλα. Όταν το βασιλόπουλο πλησίασε τους θάμνους, υπήρχαν μόνο μεγάλα όμορφα λουλούδια. Τα λουλούδια παραμέρισαν από μόνα τους μόλις τα πλησίασε και τον άφησαν να περάσει χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μόλις πέρασε ξαναενώθηκαν πίσω του σε θάμνο. Στην αυλή είδε τα άλογα και τα κυνηγόσκυλα να είναι ξαπλωμένα και να κοιμούνται. Στη σκεπή είδε τα περιστέρια να έχουν βάλει το κεφαλάκι τους κάτω από τα φτερά τους. Όταν μπήκε στο παλάτι οι μύγες κοιμόταν στους τοίχους, ο μάγειρας είχε ακόμη το χέρι σε θέση σαν να ήθελε να αρπάξει τον νεαρό βοηθό του, και η υπηρέτρια καθόταν στο τραπέζι έχοντας μπροστά της μία μαύρη κότα που ήθελε να ξεπουπουλίσει.
 Τότε συνέχισε να περπατάει και μπήκε στη μεγάλη σάλα, όπου κοιμόταν όλοι οι αυλικοί και πάνω στον θρόνο κοιμόταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Συνέχισε να περπατάει, τίποτε δεν ακουγόταν και ήταν τόση η ησυχία που άκουγε την αναπνοή του. Τελικά έφτασε στον πύργο και άνοιξε την πόρτα για την μικρή κάμαρα στην οποία βρισκόταν η ωραία κοιμωμένη. Εκεί λοιπόν ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν. Η βασιλοπούλα ήταν τόσο όμορφη που ο νεαρός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της και τελικά έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί. Μόλις την φίλησε η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της, ξύπνησε και κοίταξε γλυκά τον νέο.
 Μετά κατέβηκαν μαζί τις σκάλες και ο ένας μετά τον άλλον ξυπνούσαν και οι υπόλοιποι, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, όλοι οι αυλικοί και κοιτούσαν ο ένας τον άλλον απορημένοι. Τα άλογα στην αυλή ανασηκώθηκαν και κουνιότανε να ξεμουδιάσουν, τα κυνηγόσκυλα πηδούσαν και γάβγιζαν, τα περιστέρια στη σκεπή έβγαλαν τα κεφαλάκι τους από τις φτερούγες, κοίταξαν τριγύρω και άρχισαν να πετάνε, οι μύγες στους τοίχους άρχισαν να περπατάνε, η φωτιά στην κουζίνα ξαναζωντάνεψε, το φαγητό συνέχισε να ψήνεται, ο μάγειρας έδωσε μία σφαλιάρα στον βοηθό και αυτός άρχισε να φωνάζει και η υπηρέτρια συνέχισε να ξεπουπουλιάζει το κοτόπουλο.
Σύντομα ορίστηκαν οι γάμοι του βασιλόπουλου με την βασιλοπούλα και οι δυο τους έζησαν μαζί ευτυχισμένοι.


  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Η αλεπού και ο λέλεκας

Μια φορά ένας λέλεκας ήθελε να κάνει στην αλεπού τραπέζι. Πήρε λοιπόν έναν κουτρούλα γάλα , τον έβαλε πάνω σε μια πέτρα κι έβαζε μέσα τη μύτη του κι έπινε το γάλα. Σαν έβγαζε τη μύτη του όξω για να πάρει την ανάσα του ,έσταζε λιγάκι γάλα, το έγλειφε η αλεπού.
Σαν ήπιε ο λέλεκας καλά -καλά το γάλα , είπε στην αλεπού :
-Ήπιες δα , συντέκνισσα, γάλα; Χόρτασες;
-Ήπια , λέει, χόρτασα! Και σε έχω κι εγώ καλεσμένον αύριο να σε φιλέψω.
Έκαναν δα το λόγο τους, ανταμώθηκαν πρωί πρωί σε μια ράχη. Η αλεπού έφερε κι αυτή έναν κουτρούλα γάλα. Πάει σε μια πλάκα μεγάλη, έπειτα τον χτυπά απάνω, έσπασε , χύθηκε το γάλα πάνω στην πλάκα. Έπιασε η αλεπού το έγλειφε, χτύπαε ο λέλεκας τη μύτη του πάνω στην πλάκα αδιαφόρετα.
Ρώτησε δα ύστερα κι η αλεπού :
- Ε, σύντεκνε, λέει , ήπιες δα γάλα; Χόρτασες;
-Άμα συντέκνισσα, το έκανες, α !
Τότες η αλεπού του είπε :
-Κατά πού μου πούλησες, σύντεκνε, αγόρασες !

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Ο λύκος η αλεπού κι ο γάιδαρος

Ήτανε μια φορά ένας γάιδαρος παχύς και θρεμμένος και βοσκούσε στο λιβάδι. Τον βλέπει μια αλεπού και τον ωρέχτηκε. Πάει στο λύκο :
-Έλα να δεις λύκο ένα γάιδαρο. Άμα πράμα για φαί !
Πάει ο λύκος βλέπει τον γάιδαρο κι άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του.
-Ξέρεις τι να κάνουμε λύκο; λέει η αλεπού.
-Τι; Εσένα κόβει το κεφάλι σου.
-Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε ελιές, να πάρουμε τον γάιδαρο μαζί για ναύτη και , άμα βγούμε στο πέλαγος, να τον φάμε ! Άιντε συ, σύρε να πάρεις μια βάρκα κι εγώ πάω να συμφωνήσω με τον γάιδαρο.
Πάει ο λύκος, αγοράζει μια βάρκα, τη φορτώνει ελιές. Πάει κι η αλεπού , παίρνει τον γάιδαρο, κατεβαίνουν στο γυαλό, μπαίνουν μέσα στη βάρκα.
Όταν έφτασαν καταπέλαγα, λέει η αλεπού :

-Καλά, εμείς τώρα ταξιδεύουμε , αμ ποιος ξέρει αν θα πάμε ζωντανοί . Για καλό και για κακό ελάτε να εξομολογηθούμε.
Γίνεται ο λύκος πνευματικός, ξομολογά την αλεπού πρώτα.
-Τι αμαρτίες έκαμες κυρά αλεπού;
-Έκλεψα κάμποσες κότες, κι έφαγα κάτι άλλα αγριμέλια, λαγοί , μαγοί, κουνέλια. Να ! Τέτοια πράγματα έπνιξα κι έφαγα.
-Δεν κάνεις δουλειά σου κυρά αλεπού , σκουλήκια τση γης έφαγες. Έλα τώρα, ξεμολόγα με κι εσύ.
-Λέγε, τι αμαρτίες έκαμες;
-Έφαγα κάμποσα πρόβατα, κάμποσα κατσίκια, κάμποσα γελάδια.
-Α, μικρά πράγματα. Σκουλήκια τση γης.
Ύστερα , λέει ο λύκος στον γάιδαρο :
-Έλα και συ, κυρ γάιδαρε, να μας πεις τι αμαρτίες έχεις;
-Εγώ, λέει ο γάιδαρος, μια φορά όντας φορτωμένος μαρούλια, γύρισα κι έκοψα ένα φύλλο, γιατί τα λιμπίστηκα και το φαγα!
- Α ! κυρ γάιδαρε, είπανε κι οι δυο μαζί :
Έφαγες το μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι ....και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι !
-Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε !
-Βρε αμάν!
-Όχι, πρέπει να σε φάμε !
-Καλά, λέει ο γάιδαρος, μόνο ο πατέρας μου, όταν πέθανε μου έδωκε μια γραφή και την έχω εδώ στου ποδαριού μου το πέταλο . Έλα κυρ λύκε, διάβασέ την, για να ιδώ τι μου γράφει, κι ύστερα φάγε με !
Σηκώνει το πισινό του το ποδάρι, πάει ο λύκος να διαβάσει, του πατεί μια κλωτσιά στα μούτρα, πάρ'τον μέσ' τη θάλασσα.
Η αλεπού βλέποντας αυτά πηδά κι αυτή μέσ' τη θάλασσα για να γλυτώσει, πνίγονται κι οι δύο κι έτσι απόμεινε η βάρκα με τις ελιές στο γάιδαρο.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Eleni Ceca


  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Eleni Ceca


  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Eleni Ceca


  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Eleni Ceca

I am Eleni Ceca, my age 10 old

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS